- πληρωτής
- ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν [πληρώ / πληρώνω]1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμουνεοελλ.1. (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την υποχρέωση τής εξόφλησής τους, ο εκδότης τού γραμματίου ή ο αποδέκτης τής συναλλαγματικής2. παροιμ. «εγγυητής και πληρωτής» — συνήθως ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο ίδιος από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτηαρχ.1. αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί κάτι2. αυτός που συμπληρώνει έγγραφα3. εκκλ. αυτός που εκπληρώνει τον θείο νόμο ή ένα τυπικό4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ πληρωταίαξίωμα, πιθανώς οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την εποχή τών Πτολεμαίων.
Dictionary of Greek. 2013.